Πόντιοι Πιλάτοι




Ο παραλογισμός των ημερών δεν έγκειται στο γεγονός ότι το υπερχρεωμένο ελληνικό κράτος κατόρθωσε να βρίσκει δύσκολα δανειστές με πολύ υψηλά, σχεδόν απαγορευτικά, επιτόκια. Το θέατρο του παραλόγου βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτό το κράτος υπερδανείστηκε, διόγκωσε δραματικά τα ελλείμματά του, για να έχει από τη μεταπολίτευση και μετά από πενιχρά έως μηδενικά αποτελέσματα να επιδείξει. Σε τι να πρωτοεπικεντρωθεί κανείς ; Τη δημόσια παιδεία η οποία έπειτα από τόσες μεταρρυθμίσεις παραμένει ένα τεράστιο ερωτηματικό; Τα δημόσια νοσοκομεία που τουλάχιστον από άποψη οργάνωσης και συνθηκών νοσηλείας εξακολουθούν να είναι τριτοκοσμικά; Τα δημόσια έργα (αρκετά από τα οποία ελέγχονται και για τη σκοπιμότητά τους) που σχεδόν όλα έγιναν με σκανδαλώδη υπέρβαση του αρχικά προϋπολογισθέντος κόστους; Tο ασφαλιστικό σύστημα που παραπαίει; Tην αισθητική των δημόσιων χώρων που πάει από το κακό στο χειρότερο;

Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι-όπως ήταν αναμενόμενο-μαζί με το δημόσιο τομέα έχει αρχίσει και κατεβάζει όλο και πιο χαμηλά τον πήχη και ο ιδιωτικός τομέας. Όταν η δημόσια παιδεία είναι τελματωμένη, τα ιδιωτικά σχολεία έχουν έναν εύκολο ανταγωνιστή και δίχως να προσφέρουν πλέον κάτι το ιδιαίτερο γίνονται ελκυστικά ελλείψει «άλλης λύσης». Όταν τα δημόσια νοσοκομεία υπολειτουργούν, η ιδιωτική υγεία γίνεται μονόδρομος, παίρνοντας ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που η λειτουργία της υποτίθεται ότι αποκλείει: συνωστισμός, αναμονές, ακόμη και «το φακελάκι» και όλα αυτά να βαραίνουν μαζί με τα εξωφρενικά νοσήλια. Όταν το ασφαλιστικό σύστημα καταρρέει, το κράτος πλέον δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε το ελάχιστο, δηλαδή τη στοιχειώδη επιβίωση των υπηκόων του. Όταν η αισθητική των δημοσίων χώρων διαρκώς υποβαθμίζεται και κανενός δεν ιδρώνει το αυτί, τότε όπου και να κοιτάξουμε η χώρα αυτή δεν πληγώνει απλά, αλλά προκαλεί ασφυξία και οργή.


Το κράτος στην Ελλάδα ουδέποτε έπεισε ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένας έστω θολός καθρέφτης του δημοσίου συμφέροντος και να παρέμβει εξισορροπητικά όπως ένας «αμερόληπτος» διαιτητής που οι εξουσίες του εγγυώνται ότι το παιχνίδι, (αυτό το ιστορικά επικυρωμένο παιχνίδι της καπιταλιστικής συσσώρευσης με όλες τις εγγενείς στρεβλώσεις και αδικίες του), θα διεξαχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό θα σήμαινε ότι αυτό το κράτος δε θα είχε σπαταλήσει τόσο χρήμα δίχως, έστω για τα προσχήματα, να φροντίσει σοβαρά για τις ελάχιστες υλικές προϋποθέσεις αναπαραγωγής της κοινωνίας δηλαδή την υγεία και την παιδεία. ΄Η ακόμη και να φροντίσει για την τήρηση κάποιων κανόνων «fair play». Κάποιων δηλαδή υποτυπωδών κανόνων που θα έκαναν τους ανώνυμους πολίτες να μην έχουν την αίσθηση ότι οι θυσίες τους μένουν δίχως ανταπόδοση.


Θεωρώ αποπροσανατολιστική και ρηχή μια προσέγγιση, που συχνά παίρνει και συνωμοσιολογικές διαστάσεις, ότι την ευθύνη για τη συνολική απαξίωση της χώρας τη φέρνει αποκλειστικά το "μεγάλο κεφάλαιο", οι "έχοντες και οι κατέχοντες" κ.λπ. Το πάρτι απαξίωσης, διαρπαγής του δημόσιου πλούτου, άκρατου καταναλωτισμού και απουσίας οράματος δε θα μπορούσε να έχει καλεσμένους μόνον τις διακόσιες-τριακόσιες οικογένειες των μεγιστάνων του πλούτου. Σε δεύτερους και τρίτους, αλλά αναμφισβήτητα ενεργούς ρόλους, έχουν συμμετάσχει και πιεί στην «υγεία των κορόιδων» πολυπληθή κοινωνικά στρώματα, μικρομεσαίων και μεγαλομεσαίων συμπολιτών μας, ακόμη και εργαζομένων σε προνομιακούς τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.


Η άποψη ότι ο φοροφυγάς μικροηλεκτρολόγος δεν είναι εξίσου ένοχος και ανήθικος με το φοροφυγάδα μεγαλοεφοπλιστή, είναι-ιδιαίτερα όταν προβάλλεται από αριστερούς- τουλάχιστον αφελής, αν δεν είναι καθαρά ψηφοθηρική. Γιατί πίσω από τη φοροδιαφυγή του μικροεπαγγελματία δεν κρύβεται κατ’ ανάγκη μια «ψαγμένη» επιλογή που λέει «δεν πληρώνω το κράτος, επειδή είναι ταξικό, διαπλεκόμενο, διεφθαρμένο και τελείως αναποτελεσματικό». Μια τέτοια στάση θα οδηγούσε τέλος πάντων σε ένα μαχητικό παρόν και σε μια αντίστοιχη ψήφο διαμαρτυρίας, που τα αποτελέσματά της θα ήταν σε όλους ορατά. Όμως ο «βιοπαλαιστής» που συστηματικά φοροδιαφεύγει (ο οποίος κατά τα άλλα είναι πολύ πιθανόν να καρπώνεται ένα διόλου ευτελές μερίδιο από τη συνολική πίτα της κατανάλωσης), με την επιλογή του αυτή απλώς υπερασπίζεται τα εγωιστικά του συμφέροντα, όπως αυτός (λανθασμένα και ρηχά) τα αντιλαμβάνεται, δηλαδή διαχωρισμένα από την υπόλοιπη κοινωνία και σε βάρος της. Πρόκειται – σε άλλη βέβαια κλίμακα- για την ίδια αδιέξοδη, τυφλή στάση που διακρίνει και το μεγαλοεφοπλιστή.


Μάκης Κορακιανίτης, επιχειρηματίας


http://www.newstime.gr/?i=nt.el.article&id=40837