Εισήγηση Προέδρου Ο. Ε. Ε. για το Δείκτη Εμπιστοσύνης



Η εισήγηση του Πελοπίδα Καλλίρη , προέδρου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και τηε ΔΗ.ΚΙ.Ο έχει ως εξής:

Ο Δείκτης Εμπιστοσύνης Καταναλωτή (ΔΕΚ) δημοσιεύεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, δύο από τους πιο έγκυρους φορείς του οικονομικού γίγνεσθαι στη χώρα μας.
Η εμπιστοσύνη του καταναλωτή δείχνει τη δυναμική επίπτωση της συμπεριφοράς του καταναλωτή σε όρους ψυχολογίας ως προς την δαπάνη. Με την κατασκευή του Δείκτης Εμπιστοσύνης Καταναλωτή λαμβάνουμε πληροφορίες σχετικά με την κατανάλωση, και την οικονομική δραστηριότητα γενικότερα, που χρονικά προηγούνται της περιόδου που διανύουμε.
Σε μια περίοδο έντονης οικονομικής ανασφάλειας, η κατανόηση των απόψεων των πολιτών έχουμε δει ότι αποτελεί σημαντική γνώση για την μελλοντική καταναλωτική συμπεριφορά.
Είναι προφανές, ότι οι δείκτες εκτίμησης των μελλοντικών οικονομικών εξελίξεων δείχνουν την τάση της οικονομίας και προβλέπουν την εξέλιξή της. Ένας τέτοιος δείκτης, είναι ο δείκτης εμπιστοσύνης του καταναλωτή, ο οποίος αποτυπώνει τις αντιλήψεις των πολιτών και των προσδοκιών τους για το μέλλον.

Υπάρχουσα Κατάσταση

Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να παρουσιάζει χαρακτηριστικά οικονομίας υπό κατάρρευση.
Οι ακάλυπτες επιταγές που έχουν σφραγισθεί στις Τράπεζες στους 5 πρώτους μήνες του 2010 έφθασαν τα 641 εκατομμύρια ευρώ. Σε μία περίοδο που οι τράπεζες έχουν κλείσει τις στρόφιγγες κάθε μορφής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, υγιείς και μη, σε μία περίοδο που οι εμπορικές συναλλαγές βρίσκονται στο ναδίρ των τελευταίων ετών, σε μία περίοδο που οι ακάλυπτες επιταγές αντικαθίστανται με καινούριες, έχουμε το λυπητερό ποσό των 641 εκατομμυρίων ευρώ σε ακάλυπτες επιταγές. Το μέγεθος αυτό, 51% υψηλότερο από το αντίστοιχο του 2008, δείχνει την έλλειψη ρευστότητας που αντιμετωπίζει η αγορά ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης.
Η ανεργία, το πρώτο τρίμηνο του 2010, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, διαμορφώθηκε στο 11,7%, έναντι 9,3% του αντίστοιχου τριμήνου του 2009. Ανησυχητικό είναι το ποσοστό της ανεργίας που καταγράφεται στους νέους ηλικίας από 15 έως 29 ετών το οποίο είναι 22,3%. Το ποσοστό ανεργίας των μακροχρόνιων ανέργων διαμορφώνεται στο 32,9% του συνόλου των ανέργων. Οι εκτίμησεις του ΟΟΣΑ για την ανεργία στους νέους στο τέλος του 2010 είναι 28% και της Deutsche Bank είναι 15% για το τέλος του 2010 και 20% για το 2012. Η συνεχόμενη αύξηση της ανεργία από τρίμηνο σε τρίμηνο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εκτιμήσεις αυτές δυστυχώς θα γίνουν πραγματικότητα. Η εφαρμογή του Καλλικράτη είναι μία επιπλέον πηγή αύξησης της ανεργίας αφού δεκάδες χιλιάδες συμβασιούχοι στην τοπική αυτοδιοίκηση θα απολυθούν. Η πραγματική ανεργία εκτιμούμε ότι θα αυξηθεί περεταίρω και μάλιστα με πιο γοργούς ρυθμούς, με δεδομένη τη κρίση στους κλάδους της οικοδομής, της βιομηχανίας, του λιανεμπορίου και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή παρουσίασε αύξηση της τάξης του 5,2% τον Ιούνιο του 2010 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου του 2009. Η πραγματική αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό από το ρυθμό που αυξάνεται ο τιμάριθμος. Ο λόγος είναι ότι εξακολουθούν να σημειώνονται σημαντικές αυξήσεις σε βασικά είδη και υπηρεσίες ευρείας κατανάλωσης. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούνιο του 2010 σε σχέση με τον Ιούνιο του 2009 είχαμε αύξηση 42% στην τιμή της βενζίνης, 28% στα τέλη κυκλοφορίας και στα διόδια, 40% στο πετρέλαιο θέρμανσης. Αυξήσεις που με τη σειρά τους θα επιφέρουν επιπλέον αυξήσεις στις τιμές των βασικών αγαθών στους αμέσως επόμενους μήνες.
Αναμφισβήτητα, το 2009 μας κληροδότησε μια βαθειά χρηματοοικονομική κρίση. Το 2010 ήλθε με τους χειρότερους οιωνούς. Η κρίση άρχισε να δείχνει τις επιπτώσεις στην πραγματική παραγωγική οικονομία, εκεί όπου παρατηρούνται φαινόμενα, όπως είναι η αύξηση της ανεργίας, το κλείσιμο επιχειρήσεων και η μείωση του ρυθμού της κατανάλωσης. Οι Έλληνες καταναλωτές ψωνίζουν λιγότερο, αποταμιεύουν λιγότερο και συγχρόνως εξακολουθούν να είναι και υπερχρεωμένοι.